- ευεργέτημα
- τό1) доброе дело, благодеяние; 2) юр. привилегия, льгота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐεργέτημα — service done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ευεργετώ, χρήσιμη παροχή, προσφορά σημαντική. 2. (νομ.), δικαίωμα που παρέχεται με νόμο σε ορισμένα άτομα ή νομικά πρόσωπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργέτημ' — εὐεργέτημα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc sg εὐεργέτημαι , εὐεργετέω to be a benefactor perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετημάτων — εὐεργέτημα service done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασι — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήμασιν — εὐεργέτημα service done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματα — εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματι — εὐεργέτημα service done neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματος — εὐεργέτημα service done neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετήματ' — εὐεργετήματα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl εὐεργετήματι , εὐεργέτημα service done neut dat sg εὐεργετήματε , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)